ληστοσυμμορίτης

ληστοσυμμορίτης
ο
μέλος συμμορίας ληστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοσυμμορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ληστοσυμμορίτης — ο θηλ. ισσα μέλος της ληστοσυμμορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”